Ειδικοί στον έλεγχο της όρεξης, την πρόσληψη τροφής και την παχυσαρκία επιβεβαιώνουν ότι: «Παρέχοντας γλυκιά γεύση χωρίς θερμίδες, τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά μπορούν να είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο στην απώλεια και διαχείριση του βάρους, όταν χρησιμοποιούνται στη θέση των σακχάρων» και ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν μία ακόμη ωφέλιμη στρατηγική για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας από τη σκοπιά της δημόσιας υγείας.
Αυτό είναι ένα από τα κύρια συμπεράσματα που προέκυψαν στο πλαίσιο του 17ου Διεθνούς Συνεδρίου Διαιτολογίας (ICD 2016), όπου η Διεθνής Ένωση Γλυκαντικών (ISA) φιλοξένησε ένα στρογγυλό τραπέζι με τίτλο «Γλυκιά γεύση χωρίς θερμίδες: Πώς μπορούν τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο στη διαιτητική πρακτική»; Η Διεθνής Ένωση Γλυκαντικών ανανέωσε τη συνάντησή της με την επιστημονική κοινότητα, αυτή τη φορά στη Γρανάδα και στο Διεθνές Συνέδριο Διαιτολογίας, ICD 2016, που πραγματοποιήθηκε από τις 7 έως τις 10 Σεπτεμβρίου, συγκεντρώνοντας πάνω από 1500 διαιτολόγους-διατροφολόγους από όλο τον κόσμο.
Με τη συμμετοχή τεσσάρων διακεκριμένων καθηγητών και ερευνητών, η συζήτηση στο στρογγυλό τραπέζι, υπό την προεδρία της Δρ. Αιμιλίας Παπακωνσταντίνου (Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελλάδα), κάλυψε μια σειρά από ενδιαφέροντα θέματα και παρουσίασε τα πιο σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με το ρόλο της γλυκύτητας και κυρίως της γλυκιάς γεύσης χωρίς θερμίδες στη διατροφή.
Ο Καθηγητής Kees de Graaf (Πανεπιστήμιο Wageningen, Ολλανδία),η Καθηγήτρια Anne Raben (Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, Δανία) και ο Δρ. Caomhan Logue(Πανεπιστήμιο Ulster, Βόρεια Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) έδειξαν μία ανασκόπηση της πιο πρόσφατης επιστημονικής βιβλιογραφίας και παρουσίασαν τα αποτελέσματα της δικής τους έρευνας σχετικά με την επίδραση των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών στην όρεξη και την πρόσληψη θερμίδων, καθώς και στη διαχείριση του βάρους, τηςπαχυσαρκίας και του διαβήτη, μεταξύ άλλων και από τη σκοπιά της δημόσιας υγείας.
Ο Καθηγητής de Graaf έκανε μια συστηματική ανασκόπηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας σχετικά με το ρόλο της γλυκιάς γεύσης στη διατροφή και επισήμανε ότι, ακόμη και αν η επιθυμία μας για τη γλυκιά γεύση μειώνεται από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση, έχει αναγνωριστεί ότι η προτίμηση για τη γλυκιά γεύση στον άνθρωπο είναι έμφυτη. Ωστόσο, πρόσφατες εκθέσεις συστήνουν η πρόσληψη σακχάρων να μην υπερβαίνει το 10% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης και, στο πλαίσιο αυτό, ο Δρ. Logue ανέφερε στην ομιλία του ότι «τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά μπορούν να αποτελέσουν μία στρατηγική για τη δημόσια υγεία στην προσπάθεια μείωσης της συνολικής πρόσληψης ζάχαρης».
Παρουσιάζοντας επιστημονικά δεδομένα των τελευταίων τριών δεκαετιών, η Καθηγήτρια Raben ανέτρεψε ορισμένες θεωρίες της δεκαετίας του ’80 που ισχυρίζονταν ότι με τη χρήση ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών αυξάνεται η όρεξη και η πρόσληψη τροφής και υποστήριξε ότι «τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά δεν διεγείρουν την όρεξη και δεν αυξάνουν το σωματικό βάρος, ενώ η χρήση τους μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη πρόσληψη θερμίδων και απώλεια βάρους, όταν χρησιμοποιούνται σε αντικατάσταση της ζάχαρης στη διατροφή».
Επιπλέον περιέγραψε ότι, αν και δεν υπάρχει ενιαία, καθολικά αποδεκτή ιεράρχηση των επιστημονικών αποδείξεων, υπάρχει ευρεία συμφωνία αναφορικά με την σχετική ισχύ των βασικών τύπων μελετών, με τις τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες (RCTs) να κατατάσσονται υψηλότερα από τις μελέτες παρατήρησης, και τις συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις να τοποθετούνται υψηλότερα και από τις τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες. Ως εκ τούτου, η σημασία της προσφάτως δημοσιευμένης συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης στο International Journal of Obesity, η οποία απέδειξε ότι τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά συμβάλλουν στη μείωση των θερμίδων, βοηθώντας έτσι στην απώλεια και διαχείριση του βάρους, τονίστηκε από όλους τους ομιλητές του πάνελ.
Στις τελικές παρατηρήσεις του τραπεζιού η Δρ. Παπακωνσταντίνου δήλωσε ότι, «τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά φαίνεται να είναι καλά αποδεδειγμένο ότι παίζουν ένα θετικό ρόλο στην προσπάθεια των ανθρώπων να μειώσουν την πρόσληψη ζάχαρης και θερμίδων και ότι μπορούν να τους βοηθήσουν να διαχειριστούν το σωματικό τους βάρος ή / και το διαβήτη πιο αποτελεσματικά». Τέλος, παρατήρησε ότι «οι διαιτολόγοι έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση των ανθρώπων προς μια υγιή και βιώσιμη διατροφή».
Πηγή: onmed.gr
Πηγή: Daily-News.GR