Από τα πρώτα του χρόνια ήταν αγκαλιά με μια μπάλα. Ο πατέρας του κατάφερε να φτάσει μέχρι τη δεύτερη κατηγορία της Πορτογαλίας, όμως δεν συνέχισε. Έπρεπε να αφήσει τα όνειρα για καριέρα, προκειμένου να θρέψει την οικογένειά του. Ο μικρός Μανού το ήξερε. Έβαλε στόχο από τα πρώτα του χρόνια να εκπληρώσει εκείνος το όνειρο του πατέρα του. Κληρονόμησε άλλωστε από εκείνον την λατρεία για την ασπρόμαυρη θεά.
«Όταν ήμουν μικρός δεν είχα παιχνίδια. Δεν με ενδιέφεραν, δεν μου άρεσε να παίζω με τίποτα άλλο εκτός της μπάλας. Την έπαιρνα μαζί μου για ύπνο», δήλωνε όταν στην Φλωρεντία είχε πάρει το περιβραχιόνιο και στη συνείδηση του κόσμου πλησίαζε τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. «Φως», τον αποκάλεσαν στην πόλη της Αναγέννησης. Δεμένος με το «δέκα» από τα πέντε του χρόνια, αποφάσισε από τους δρόμους της Αμαδόρα να δοκιμάσει την τύχη του στη Μπενφίκα, λίγα χιλιόμετρα μακριά. Τον εντόπισε ο ίδιος ο Εουσέμπιο. Η ιστορία του δεν άφηνε και πολλά περιθώρια λάθους. Δοκιμάστηκε στα «ξερά» των «αετών» με 500 ακόμα παιδιά. Έπαιξε δέκα λεπτά. Ακούμπησε τη μπάλα δύο φορές. Αυτό ήταν. Από τα 500 παιδιά, μόνο εκείνος κλήθηκε στην προπόνηση της επόμενης μέρας από τον προπονητή. Το πέρασμά του από του φουτσαλ τον βοήθησε ακόμα περισσότερο να εξελίξει την ποδοσφαιρική του σκέψη, την αίσθηση του χώρου και την τεχνική.
Έμεινε στη Μπενφίκα μέχρι τα 22 του, πετυχαίνοντας τα πάντα μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Τον λάτρεψε ο Σβεν Γκόραν Έρικσον, τον λάτρεψαν οι οπαδοί. Ήταν χαρακτηριστική η πρωτοφανής υποδοχή που βίωσε στο φιλικό με τους Πορτογάλους ως παίκτης της Φιορεντίνα. Ήταν ο πρώτος αντίπαλος που χειροκροτήθηκε από τους οπαδούς της Μπενφίκα, όταν σκόραρε εις βάρος της και ξέσπασε σε δάκρυα. Στο τέλος, τους πέταξε τη μοβ φανέλα του ενώ παραληρούσαν.Τα πανό στις κερκίδες τον έβαζαν για πάντα στην καρδιά του κόσμου και εκείνος το εκτιμούσε όσο τίποτα. Γιατί εκτός από μεγάλος παίκτης, ήταν πάντα ένας χαρακτήρας που δεν ξεχνούσε τις ρίζες του.
Πήρε Κύπελλο, Πρωτάθλημα, έκανε τους «αετούς» την πρώτη πορτογαλική ομάδα που νικά στην Αγγλία, μετά το διπλό στο Χάιμπουρι επί της Άρσεναλ. Γεμάτος έμπνευση, σπάνια δημιουργικότητα, πάσα, κίνηση σουτ. Δεκάρι, αλλά χωρίς να επαναπαύεται στις δάφνες της τεχνικής του. Χωρίς νοθρότητα. Με ντρίμππλα, τρέξιμο, δίψα για να βοηθήσει με κάθε τρόπο την ομάδα και τρομερή ευφυΐα. Ήταν δεδομένο πως η μεταγραφή δεν θα αργούσε. Το καλοκαίρι του 1994 που πήγε στη Φιορεντίνα, το όνομά του ακούστηκε για αρκετές ομάδες, μεταξύ των οποίων και η Μπαρτσελόνα. Εκείνος είχε όνειρο όμως να παίξει στο Καμπιονάτο, το κορυφαίο την εποχή εκείνη ιταλικό Πρωτάθλημα. Το δήλωσε πρόσφατα, ένας θρύλος της Αργεντινής, ο Κλαούντιο Κανίγια. Το αποδεικνύουν τα ρόστερ των ιταλικών ομάδων, ο ανταγωνισμός, τα ίδια τα ματς. Ήταν νούμερο ένα στόχος των ποδοσφαιριστών που ήθελαν να πάνε στο επόμενο επίπεδο, να εξελιχθούν στις πιο δύσκολες συνθήκες.
Ο ταλαντούχος Πορτογάλος επέλεξε Φιορεντίνα, η οποία είχε ανέβει στην πρώτη κατηγορία και έβαζε τα θεμέλια για κάτι καλό. Κληρονόμησε τη φανέλα του Ρομπέρτο Μπάτζιο. Στην αρχή ήταν δύσκολα. Κλήθηκε να αφήσει πίσω τη σύζυγο με τον νεογέννητο γιο του και αυτό τον επηρέασε. Ο Κλαούντιο Ρανιέρι, που ήταν τότε στους «βιόλα», φρόντισε να του δώσει από την αρχή να καταλάβει που ήρθε, ρωτώντας τον αν στην Πορτογαλία όλα τα γήπεδα είναι ανηφορικά κι αυτό τον εμποδίζει από το να γυρίσει πίσω για να βοηθήσει στην άμυνα. Η κλάση και η εργατικότητά του όμως τον έκαναν άμεσα σημείο αναφοράς. Έμαθε να κινείται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γηπέδου, να βγαίνει δεξιά και να συγκλίνει, αριστερά για να ανοίγει χώρους. Έμαθε να τραβιέται κοντά στα αμυντικά χαφ και με μία πάσα να προσγειώνει την μπάλα ακριβώς εκεί που την ήθελε ο Μπατιστούτα ή οι μεσοεπιθετικοί του. Πάντα με το κεφάλι ψηλά, έμοιαζε πως όταν είχε τη μπάλα στα πόδια, τα πάντα ήταν πιθανά. Το στοιχείο της έκπληξης έγινε συνώνυμο του παιχνιδιού του. Μπορούσε να σουτάρει από μεγάλες αποστάσεις, κάνοντας τους αντίπαλους τερματοφύλακες να ψάχνουν από που πέρασε η μπάλα. Περνούσε τους σκληροτράχηλους αμυντικούς σαν να ήταν πιτσιρίκια και με ένα «χάδι» έβαζε το βούτυρο στο ψωμί ενός εκ των κορυφαίων killer όλων των εποχών. Οι δυο τους έφτιαξαν ένα μοναδικό δίδυμο, συντρίβοντας άμυνες φτιαγμένες από γρανήτη. Με στοιχεία που αλληλοσυμπληρώνονταν αρμονικά και με ισχυρές προσωπικότητες που έκαναν τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν.
Ο Ρούι Κόστα εξελίχθηκε μαζί με την Φιορεντίνα. Έγραψε μαζί της ιστορία. Στον δρόμο για το Κύπελλο του 1995, όπου οι «βιόλα» διέλυσαν στο διπλό ημιτελικό την Ίντερ με τους Μπατιστούτα-Ρούι Κόστα να οργιάζουν, έκανε θραύση. Και βέβαια στην πορεία πρωταθλητισμού του 1997-98, όπου οργίαζε πίσω από Μπατιγκόλ και Εντμούντο, έστω κι αν το ισχυρό οικοδόμημα του Τραπατόνι τελικά τερμάτισε στην τρίτη θέση. Έκανε επίσης αξέχαστα ματς και με την Εθνική, με κορυφαίο ίσως την ανατροπή από 2-0 σε 3-2 απέναντι στην Αγγλία στο Euro 2000, αλλά και το γκολ που είχε πετύχει απέναντι στην Ιρλανδία, οδηγώντας την ομάδα του στην τελική φάση της διοργάνωσης. Ήταν στον πυρήνα εκείνης της γενιάς των Ιβήρων μαζί με τον Λούις Φίγκο, που έφτασαν προημιτελικά στο Euro του 1996, ημιτελικά το 2000 και έπεσε στο θαύμα της Ελλάδας στον τελικό του 2004. Στη μετά-Μπατιστούτα εποχή έγινε ο απόλυτος ηγέτης, με τον Φατίχ Τερίμ να τον απελευθερώνει ακόμα περισσότερο. Για την ακρίβεια, όπως έχει πει ο ίδιος, του έλεγε να βγει στο γήπεδο και να κάνει απολύτως ό,τι θέλει.
Όταν το 2001 ο Τούρκος προπονητής πήγε στη Μίλαν, ήταν ζωτικής σημασίας να τον πάρει μαζί του. Τα πάνω από 40 εκατομμύρια που έδωσαν οι ροσονέρι ήταν ένα ποσό που δεν μπορούσε να μην αποδεχθεί η Φιορεντίνα. Ο Φίλιπιο Ιντσάγκι που τον υποδέχθηκε ως Μεσσία δήλωνε πως είναι καλύτερος του Ζιντάν. Στο Σαν Σίρο πήρε το προσωνύμιο «μαέστρος», αφού στην πράξη γεφύρωνε τον τρόπο που έπαιζαν τα παλιάς κοπής «δεκάρια» με αυτόν του σύγχρονου επιθετικού μέσου. Ίσως δεν είχε τον αντίκτυπο που περίμεναν οι τιφόζι της Μίλαν, αλλά κατέκτησε Πρωτάθλημα και Τσάμπιονς Λιγκ, κάνοντας πραγματικότητα ένα ακόμα όνειρό του. Ένας τραυματισμός και η άφιξη του Κακά σταδιακά περιόρισαν τον ρόλο του, αφού αναγκαστικά για να βρει θέση έπρεπε να παίζει πιο πίσω. Στην πορεία του στους ροσονέρι έβγαλε 65 γκολ στους συμπαίκτες του, ωστόσο ο ίδιος θα ήθελε να είχε πετύχει περισσότερα κι ο ίδιος, έχοντας, εκτός των άλλων και σπάνια ικανότητα στα τελειώματα. Έκλεισε την καριέρα του όπως θα όφειλε να κάνει. Επιστρέφοντας στην ομάδα της παιδικής του ηλικίας, τη Μπενφίκα, αφήνοντας ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο για να το πράξει. Δεν γινόταν όμως αλλιώς. Ο επίλογος έπρεπε να γραφτεί πάνω στις αρχές με τις οποίες δομήθηκε και εξελίχθηκε.
Ο Ρούι Κόστα ίσως για τους περισσότερους δεν είναι από τα πρώτα ονόματα που έρχεται στη σκέψη όταν προσπαθούν να θυμηθούν τους κορυφαίους της λαμπερής εκείνης εποχής. Ήταν όμως πραγματικά μοναδικός. Το στιλ, η κλάση και όλα τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά που τον έκαναν να χορεύει στο χορτάρι δεν έμοιαζαν με κανενός άλλου. Βγαλμένος από καλούπια και συστήματα, αλλά παράλληλα έχοντας πάντα το σύνολο σε πρώτο πλάνο. Παίζοντας σε ένα πρωτάθλημα με τις κορυφαίες άμυνες και παίκτες πραγματικής κλάσης, κατάφερε να μεγαλουργήσει και κερδίσει τα πάντα πριν επιστρέψει στη χώρα του. Ένας από τους παίκτες εκείνους που εμφανίζονται μια στο τόσο και σε κάνουν να καταλαβαίνεις την πραγματική ομορφιά του ποδοσφαίρου…
Πηγή: gazzetta.gr
Πηγή: Daily-News.GR