Γνώρισε και εκτίμησε όσο καμία άλλη την Coco Chanel. Αγάπησε τη Μελίνα Μερκούρη. Όχι επειδή ήταν ξαδέρφη του, αλλά επειδή διέθετε πληθωρική προσωπικότητα. Έντυσε τη Λάνα Τέρνερ, την Χέντι Λαμάρ, τη Ρόμι Σνάιντερ, τη Φέη Ντάναγουεϊ, την Αν Μάργκρετ. Αλλά και πολλές Ελληνίδες όπως την Καρέζη, τη Μάρω Κοντού…
Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Ο Ντίμης Κρίτσας είναι ένας από τους σχεδιαστές μόδας που διέγραψαν διαπρεπή καριέρα στην Αμερική, όπου έμεινε για σχεδόν 30 χρόνια. Παραδέχεται ευθαρσώς ότι εάν δεν ήταν εύπορος, ίσως δεν θα μπορούσε να στηρίξει αυτό που αγαπάει.
Έζησε τη δεκαετία του ’50. Τότε η βασιλική αυλή συνέρρεε στον οίκο ραπτικής που διατηρούσε στη Βουκουρεστίου, ενώ κι εκείνος επισκεπτόταν τακτικά το παλάτι για να ράβει τη βασίλισσα Φρειδερίκη και τις κυρίες του παλατιού.
Τις εμπειρίες που ο ίδιος έζησε, δύσκολα μπορεί να τις βιώσει κανείς.
Ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του φημισμένου studio 54 στη Νέα Υόρκη. Περιγράφει σκηνές όταν η νυχτερινή ζωή της Αμερικής ήταν βυθισμένη στην κοκαΐνη και στο αχαλίνωτο σεξ χωρίς καμία συστολή. Όσα συνέβαιναν στις τουαλέτες των κλαμπ και στα dark rooms των κέντρων διασκέδασης της εποχής.
Μιλάει όμως και επί προσωπικού. Για τις προτιμήσεις του και το γεγονός ότι ως ομοφυλόφιλος έγινε αποδεκτός από την κοινωνία της ζωής…
«Ήμουν από τους ελάχιστους ομοφυλόφιλους της εποχής που είχαν κοινωνική ζωή, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς. Κι αυτό γιατί ό,τι έκανα το έκανα με αξιοπρέπεια», ομολογεί στη συνέντευξη που παραχώρησε στο newbeast.gr…
– Kύριε Κρίτσα οι γονείς σας ήθελαν να σπουδάσετε στη Σορβόννη, εσείς όμως στρίψατε το τιμόνι και ασχοληθήκατε με τη μόδα…
«Έτσι είναι. Όταν έφτασα στο Παρίσι, συνάντησα έναν φίλο μου πολύ πλούσιο. Εκείνος μου πρότεινε να πάμε στις Κάννες για το φεστιβάλ κινηματογράφου. Εκεί γνώρισα τον Jacques Fath, έναν από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές της εποχής μου. Έτσι, ξεκίνησα τις σπουδές μου στη σχολή μόδας του Παρισιού στo Ecole Saint Roch και έγινα σχεδιαστής. Αρχικά με προσέλαβε ο μεγαλύτερος οίκος της εποχής, ο Balenciaga και στη συνέχεια πήγα στον Jacques Fath».
– Επιλέξατε εσείς τη μόδα ή εκείνη σας επέλεξε;
«Εγώ τη διάλεξα. Απόλυτα… Έμεινα πολλά χρόνια στο Παρίσι. Μετά ήρθα εδώ και άνοιξα οίκο ραπτικής στην οδό Βουκουρεστίου».
– Η Νέα Υόρκη πότε έρχεται στη ζωή σας;
«Λίγο πριν από τη χούντα. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν ξαδέλφη μου. Έφυγε με τη χούντα κι επειδή φοβήθηκα με τα γεγονότα της εποχής, έφυγα κι εγώ λίγο αργότερα. Άλλωστε ότι ήταν να κάνω στην Ελλάδα, το είχα ήδη κάνει. Έντυσα όλη την καλή κοινωνία, τα θέατρα, τα σινεμά, τα πάντα.
Έφυγα στην Αμερική και το μεγαλύτερο επίτευγμά μου είναι ότι τα κατάφερα. Γιατί εκείνη την εποχή πολλοί έρχονταν, λίγοι στέριωναν. Έτσι και ο Γιάννης Τσεκλένης. Αυτός ήταν άλλωστε ο μεγάλος του καημός. Ότι εγώ πήγα και έμεινα, ενώ εκείνος δεν τα κατάφερε. Έτσι, έμεινα στην Αμερική 30 ολόκληρα χρόνια».
– Περιγράψτε μου το κλίμα της δεκαετίας του ’50 στην Αθήνα, όταν διατηρούσατε τον οίκο ραπτικής σας στη Βουκουρεστίου; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη belle époque των Αθηνών;
«Έγραψα ένα βιβλίο γι’ αυτή την εποχή με τίτλο «Ω! Τι ζωή!». Περιγράφει αυτήν ακριβώς την περίοδο μεταξύ 1954- 1964. Ήταν η καλύτερη εποχή για την πόλη. Ένας από τους καλύτερους πελάτες μου ήταν το παλάτι. Έντυσα τη βασίλισσα, τις πριγκίπισσες και τα ρούχα μου γίνονταν παραγγελία για τους βασιλικούς γάμους. Άλλου είδους άνθρωποι.
Όταν ήρθε ο Παπανδρέου χάλασαν τα πράγματα… Η Μελίνα τον λάτρευε, λέγοντάς μου «πάψε, δεν ξέρεις…» «Ξέρω και παραξέρω», της απαντούσα επιδεικτικά. Να σου πω την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρουν τα πολιτικά. Αυτό που πάντα με ενδιέφερε είναι πώς τα διευθετούν οι πολιτικοί».
– Επομένως οι βασιλείς ψώνιζαν από εσάς…
«Ναι. Πήγαινα εγώ στο παλάτι για την ακρίβεια. Θυμάμαι και μια φορά είχαν έρθει στο μαγαζί οι πριγκίπισσες και έγινε χαλασμός! Ωστόσο, εγώ πήγαινα στο παλάτι για να ντύσω τη Φρειδερίκη. Όλες όμως οι κυρίες των τιμών έρχονταν και ντύνονταν σ’ εμένα».
– Πώς ήταν ως άνθρωπος η Φρειδερίκη;
« Η Φρειδερίκη ήταν… Απαπαπαπά! Άνγκελα Μέρκελ. Πολύ σκληρή! Εκείνη βαστούσε τα ηνία στο παλάτι. Ήταν διάολος! Γερμανίδα παιδί μου…».
– Επομένως είστε συμπαθών το παλάτι;
«Πολύ! Ακόμα και σήμερα. Συμπαθώ ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο και την Άννα Μαρία και συναντιόμαστε αρκετά συχνά».
– Δεν σας ενοχλεί αν σας πουν φιλοβασιλικό δηλαδή…
«Καθόλου! Αυτοί που τους λένε αριστερούς; Τους ενοχλεί; Ο καθένας έχει τα δικά του πιστεύω. Άλλωστε δεν μου έδωσε ποτέ κανείς δεκάρα από το πολιτικό σύστημα. Ενώ ο Τσεκλένης τα άρπαξε απ’ όλους. Από το κράτος δεν πήρα ποτέ λεφτά! Το μοναδικό κράτος ήταν πάντοτε η τσέπη μου! Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ εάν δεν είχα χρήματα, μπορεί να μην είμαι αυτός που είμαι σήμερα».
– Προέρχεστε από μία μεγαλοαστική οικογένεια της εποχής…
«Ναι. Είχαμε χρήματα. Κληρονόμησα την περιουσία της αδερφής του πατέρα μου, η οποία είχε πολλά χρήματα στην Ελβετία. Διαφορετικά εάν δεν είχα τη δυνατότητα να πάω στην Αμερική, να μείνω εκεί, και να ανοίξω οίκο ραπτικής, μπορεί να μην ήμουν αυτό που βλέπουν ορισμένοι σήμερα».
– Ποιον άνθρωπο από αυτούς που γνωρίσατε στη διαδρομή σας, ξεχωρίσατε περισσότερο;
«Την Coco Chanel».
– Και ποιον αγαπήσατε;
«Τη Μελίνα Μερκούρη».
– Μιλήστε μου για την Coco Chanel.
«Ήταν πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα. Δοσίλογος βέβαια στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Προσπάθησαν να τη συλλάβουν οι Γάλλοι γιατί είχε σχέση με ένα Γερμανό. Ωστόσο δεν με ενδιαφέρει τι έκανε. Μιλούσε εκπληκτικά, είχε μεγάλη αγάπη στην Άπω Ανατολή. Ήταν ένα τεράστιο ταλέντο. Κατάφερε και άλλαξε δύο φορές τη μόδα. Ήταν εκείνη που έφερε τα παντελόνια στις γυναίκες, τα τουρμπάν…».
– Η Μελίνα;
«Τη λάτρευα. Ήταν προσωπικότητα. Εκτός από τις στιγμές που γύριζαν τα πράγματα στα πολιτικά. Τότε γινόταν χαμός».
– Είχατε καυγάδες για πολιτικά;
«Χαμός σου λέω! Εκείνη λάτρης του Ανδρέα, εγώ του παλατιού, καταλαβαίνεις… Μην ξεχνάς βέβαια ότι η Μελίνα ήταν πολύ δραστήρια. Στην Αμερική θυμάμαι ότι εμφανιζόταν στο θέατρο, αφού είχε παίξει στο “Ποτέ την Κυριακή” και έβγαζε λόγο για την Ελλάδα, μιλούσε για τη χούντα».
– Ποια ήταν η πιο χαρακτηριστική της φράση;
«Άρχιζε φράσεις ή προτάσεις λέγοντας «Αγάπη μου…». Πάντως μη φανταστείς ότι ήταν καμία φοβερή ηθοποιός. Όμως με τη θέληση και την προσωπικότητά της κατάφερε πράγματα.
Το μόνο έργο στο οποίο ήταν καταπληκτική γιατί έπαιζε τον εαυτό της, ήταν το Στέλλα».
– Παντρεύτηκε από έρωτα τον Ντασέν ή για να κάνει καριέρα;
«Κατά τη γνώμη μου όχι. Δεν τον παντρεύτηκε από έρωτα. Όσο για τα υπόλοιπα μην πας παραπέρα… Ποιος μπορεί να ξέρει γιατί τον παντρεύτηκε… Ωστόσο ήταν μια γυναίκα που την ερωτεύτηκαν πολλοί. Εκείνη παρόλ’ αυτά δεν δέχτηκε ποτέ να πάει με άλλον. Τον Ντασέν δεν τον κεράτωσε. Δεν του έκανε ποτέ κόλπα.
Μάλιστα όταν της πρότεινε ο Μάρλον Μπράντο να παίξει σε μία ταινία μαζί του, εκείνη του αρνήθηκε. Και φαντάσου ότι λάτρευε τον Μπράντο! Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που απέρριψε την πρότασή του».
– Βγάλατε λεφτά στην Αμερική από τη δουλειά σας; Κρατήσατε στην άκρη τίποτα ή τα φάγατε;
«Άκου να δεις. Εγώ είμαι τοξότης. Πήγαιναν στη μπάντα αυτά που έπρεπε να πάνε και τα υπόλοιπα τα ξόδευα. Από τι νομίζεις ότι ζω τώρα; Από τη σύνταξη; Έβγαλα πολλά λεφτά στην Αμερική γιατί εκτός από φορέματα έφτιαχνα και γούνες, οι οποίες είναι πανάκριβες. Άσε που εκεί όλοι πλήρωναν στο ακέραιο τα χρέη τους. Αντιθέτως όταν έφυγα από την Ελλάδα και έκλεισα το μαγαζί, είχα καπέλο 6.000 δολάρια, το 1964.
Μου χρώσταγε όλη η καλή κοινωνία της εποχής. Ανάμεσά στα λεφτά που έχασα ήταν και από ένα γάμο. Ωστόσο αργότερα τον συγύρισα αυτόν που μου τα χρωστούσε. Είχαμε συναντηθεί σε μία εκδήλωση στη Μεγάλη Βρετανία, κι εγώ φορούσα ένα μακρύ γούνινο παλτό. Όταν με είδε, αναφώνησε: «Πω, πω, Ντίμη μου, τι πλούτη…!». «E, βέβαια δεν ήξερα να περιμένω τα λεφτά που ακόμα μου χρωστάς από το γάμο σου», ήταν η δική μου απάντηση μπροστά σε όλους. Δεν ήξερε που να κρυφτεί!»
– Πώς ήταν ο Μπίλι Μπο σαν άνθρωπος;
«Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Εκείνος ήταν ερωτευμένος με τον εαυτό του».
– Ήταν όμορφος όμως…
«Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου. Ποτέ! Μη φανταστείς ότι είχε μεγάλο σουξέ με τα αγόρια. Θυμάμαι ότι είχαν έρθει στην Αμερική κάτι φίλοι μου και είχαμε βγει. Όταν συνάντησα τον Μπίλι Μπο, τον θυμάμαι να μου λέει με παράπονο: «Bρε Ντίμη, κανένας δεν με κοιτάζει».
«Είναι που μοιάζεις πολύ σε κοριτσάκι και στην Αμερική όταν είσαι έτσι, δεν σε θέλει κανείς. Θέλουν πιο ανδροπρεπείς. Στο κάτω κάτω αν θέλει κάποιος κοριτσάκι, θα πάει να πάρει μια γυναίκα», του απάντησα».
– Ήταν από τους πρώτους γνωστούς στην Ελλάδα που χτυπήθηκε από το AIDS…
«Ναι, γιατί τότε έτρεχαν στις τουαλέτες κι έκαναν ό,τι ήθελαν. Αυτός ήταν ο λόγος που κόλλησε AIDS. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Σωκράτης ο Καλκάνης γιατί ήταν πιο συγκρατημένος. Αλλά δεν τους έκανες και ζάφι. Όταν έρχονταν στη Νέα Υόρκη, ήθελαν να βγαίνουν κάθε βράδυ ως το πρωί και να… Κι αυτά πληρώνονταν. Μάλιστα είχαν έρθει σε πολύ κακή εποχή. Δεν ξέραμε καθόλου τι ήταν το AIDS. Γι’ αυτό και έχασα έναν αδελφικό μου φίλο, τον Franco Rossellini , έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου.
Έφυγαν εκατοντάδες ομοφυλόφιλοι από τη ζωή λόγω AIDS. Και η Αμερική δεν ήταν ποτέ η ίδια μετά από αυτό. Η διασκέδαση, τα κλαμπ ήταν όλα βασισμένα στους ομοσέξουαλ. Γιατί ο μέσος Αμερικανός έπαιρνε τη γυναικούλα και τα παιδάκια του, πήγαιναν να φάνε κανένα χάμπουργκερ και γύριζαν σπίτι τους. Αυτοί που είχαν τα λεφτά και σύχναζαν στο studio 54, στο Xenon και όλα τα μεγάλα μαγαζιά της εποχής, ήταν κυρίως οι ομοφυλόφιλοι».
– Πώς αντιμετώπισαν οι γονείς σας το γεγονός ότι είστε ομοφυλόφιλος;
«Δεν το συζήτησα ποτέ μαζί τους».
– Από σεβασμό ή από φόβο;
«Τι να φοβηθώ; Είχα τα δικά μου χρήματα και δεν έδινα λόγο σε κανέναν. Με τον πατέρα μου έτσι κι αλλιώς δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Εξάλλου οι δικοί μου έβλεπαν ότι έμενα με κάποιον ή γύριζα μαζί με κάποιον από την Αμερική ή από το Παρίσι στην Ελλάδα».
– Μεγάλο πράγμα για την εποχή να βγει ένας ομοφυλόφιλος και να το παραδεχτεί
«Τότε ήμαστε 4- 5 που μπορέσαμε και εκφράσαμε τις προτιμήσεις μας και γίναμε αποδεκτοί. Ωστόσο δεν μας πείραξε ποτέ κανείς. Γιατί ήμαστε πάντα αξιοπρεπείς κι αυτό έπαιζε το σημαντικότερο ρόλο. Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα στη ζωή».
– Ζήσατε και το ιστορικό κλαμπ της Αμερικής το studio 54
«Α… Καλά! Όποιος πρόλαβε και το είδε ήταν πολύ τυχερός. Δεν πρόκειται να ξαναγίνει κάτι τέτοιο! Σύχναζαν από βασιλιάδες μέχρι π…ς. Αλλά και gay του κερατά που κυκλοφορούσαν με rollers, φουστάνια, με καπέλα, με πλουμ. Ήταν ένα θέατρο!».
– Οι φτωχοί είχαν θέση εκεί;
«Όχι. Εκτός αν ήταν κανένας ωραίος και τον έφερνε κάποιος συνοδεία. Δεν έμπαινε ο καθένας εκεί. Εμείς φαντάσου ότι μπαίναμε σε άλλη πόρτα γιατί το ιδρύσαμε. Ήμαστε μία παρέα από 5- 6 άτομα, που πήγαμε, το είδαμε και μετά ο Ίων και ο Στίβι έβαλαν τα χρήματα.
Θυμάμαι ένα βράδυ ερχόμουν από την πάνω πλευρά του μαγαζιού και έβλεπα την ουρά που είχε φτάσει στο τέλος του τετραγώνου στη Νέα Υόρκη. Ξαφνικά καθώς κατέβαινα είδα τον Ασναβούρ να περιμένει. Τον τράβηξα από την ουρά, τον πήγα μέσα στο μαγαζί και τον σύστησα στους ιδιοκτήτες. Αλλιώς θα έμπαινε μετά από δύο ή τρεις ώρες».
– Ναρκωτικά;
«Χαμός. Ήταν η εποχή της κοκαΐνης. Εγώ την έζησα φουλ! Φαντάσου ότι αν δεν είχες κοκαΐνη δεν σε έκαναν παρέα. Οι περισσότεροι είχαμε δύο μπουκαλάκια. Ένα που δίναμε σε κάποιον άλλο και ένα για ‘μας. Μία εποχή τρελή. Υπήρχαν μπαρ κάτω στο Village που έκαναν έρωτα μέσα σε μπανιέρες, μέσα σε κόπρανα. Φοβερά πράγματα! Έχω δει πράγματα στη Νέα Υόρκη που δεν τα χωράει το μυαλό μου ακόμα και σήμερα. Πήγαινα όμως γιατί είχα την περιέργεια να δω τι συνέβαινε.
Είχαμε επίσης τα dark room. Έμπαιναν όλοι σε ένα μαύρο δωμάτιο και ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Θυμάμαι μια φορά είχα πάει με δύο φίλες μου και με περίμεναν στο μπαρ. Μπήκα τοίχο τοίχο για να μπορέσω να δω τι γινόταν. Αλλά φοβήθηκα και βγήκα. Όργια! Είμαι πολύ ευτυχής που έζησα λίγο απ’ όλα. Στο Παρίσι πάλι έζησα τα πολύ σικ. Όλα ήταν πολύ καθώς πρέπει. Καλή κοινωνία, τίτλοι και τα σχετικά».
– Έχετε την αμερικανική υπηκοότητα και τη διατηρείτε;
«Βέβαια. Τρελός είμαι να μην τη διατηρήσω; Πρόσφατα μάλιστα έκανα και μία δουλειά για μία παράσταση, η οποία θα βγει στο Χονγκ Κονγκ σε ένα χρόνο από τώρα. Μεγάλη παραγωγή».
– Την Ελλάδα την αγαπάτε παρόλ’ αυτά…
«Την αγαπάω αν και δεν μου έδωσε ποτέ τίποτα. Εκτός από τις φυλλάδες που γράφουν τα διάφορα… Αμερική! Ακόμα και το σπίτι που έχω εκεί το έχω γράψει σε ίδρυμα κατά του AIDS. Αισθάνομαι πολύ Αμερικάνος».
– Αγαπάτε την Ελλάδα ή την Αμερική περισσότερο;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να σου πω».
– Δεν θέλετε ή δεν μπορείτε;
«Μπορεί και τα δύο… (Γελάει). Διαολεμένος είσαι!»
– Μάλλον την Αμερική απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Δεν είναι ντροπή να το παραδεχτείτε.
«Εσύ με ρώτησες κι εγώ σου απάντησα. Από εκεί και πέρα…».
– Επομένως γιατί μένετε στην Ελλάδα;
«Γιατί τώρα για να ζήσω στην Αμερική και να κάνω τη ζωή που έχω εδώ, είναι πάρα πολύ ακριβά».
– Ένα πράγμα που κρατάτε από τη ζωή σας ως κόρη οφθαλμού;
«Το ωραιότερο πράγμα είναι ο έρωτας. Υπάρχει ωραιότερο πράγμα από τον έρωτα; Αυτό όμως δεν μπορώ να το κάνω. Ούτε να γίνω πιο νέος, ούτε να ερωτευτώ. Στη ζωή ζούμε για να μπορούμε να έχουμε μια άνεση. Όταν δεν μπορώ να περπατήσω και κουράζομαι, τι να κάνω; Σήμερα βγήκα και πήγα στα μαγαζιά και στις τράπεζες. Κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου: «Μωρέ παιδάκι μου γέρασες!».
Ωστόσο είμαι πολύ ευχαριστημένος που έχω την υγεία μου. Περπατάω και κάνω ποδήλατο. Και δεν έχω ανάγκη κανέναν. Κι αυτό είναι μεγάλη υπόθεση. Ό,τι έβγαλα είναι στις τράπεζες. Και να ‘ρθουν στο σπίτι δεν θα βρουν ούτε σεντ. Όταν έχω ανάγκη, πάω, παίρνω και κανονίζω όλες μου τις υποχρεώσεις. Κι ούτε που σκοτίζομαι για όλα τ’ άλλα!».
Πηγή: Daily-News.GR