Στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» ο Οσκαρ Ουάιλντ υποστηρίζει πως: «Αρκεί ένα λεπτό για να ερωτευθείς, μια ώρα για να συμπαθήσεις και μια μέρα για ν’ αγαπήσεις. Όμως μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις». Κάπως έτσι λοιπόν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν τα ποδοσφαιρικά αισθήματα για τον Ραούλ…
Η ιστορία η δική του έχει καταγραφεί ότι ξεκίνησε με την εξής αφήγηση: Βρέθηκε να έχει ταξιδέψει 17χρονος με τους μεγάλους της Ρεάλ στη Σαραγόσα. Το παιχνίδι ξεκίνησε και δεν πήγαινε καλά για τους Μαδριλένους: «Εάν ήσουν εσύ ο προπονητής, θα σε έβαζες στο ματς;» τον ρώτησε ο κόουτς Χόρχε Βαλδάνο, για να λάβει την γεμάτη θράσος απάντηση του πιτσιρικά: «Εάν θέλεις να πάρεις το παιχνίδι ναι. Εάν όχι, τότε μην με βάλεις!» Ο μικρός το πίστευε, ήξερε τι θα ακολουθούσε. Όλοι οι υπόλοιποι μάθαμε με τον καιρό.
Έκτοτε θα έπαιρνε τις ευκαιρίες ακατάπαυστα. Τα γκολ θα άρχιζαν να έρχονται και θα σταματούσαν με τη φανέλα των Μερένγκες έπειτα από 16 εκπληκτικές σεζόν. Σε αυτό το διάστημα θα πανηγύριζε 380 φορές σε 871 αγώνες (0,44 γκολ ανά ματς) και θα έγραφε κάθε λογής ιστορία στα κιτάπια του συλλόγου. Από εκείνο το απόγευμα λοιπόν στη Σαραγόσα πέρασαν κιόλας 23 χρόνια. Όσοι τον λατρέψαμε, οπαδοί της Ρεάλ και μη τον αναπολούμε. Και κάπως έτσι μπήκα στη διαδικασία να γράψω μία περίεργη ανάμνηση που έχω από τη δική μας πρώτη γνωριμία που θα ερχόταν περίπου ένα χρόνο αργότερα από εκείνο το ντεμπούτο…
Για την ακρίβεια όποτε πάει η κουβέντα στον Ραούλ, μου έρχεται στο μυαλό μία περίεργη εικόνα που έγινε πιο συνειδητή μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου. Ούτε καν θυμάμαι πως είχε βρεθεί στα χέρια μου ένα βιβλίο του Κωνσταντίνου Καμάρα. Πρόκειται για τον γιο του Αριστείδη Καμάρα, του θρυλικού κεντρικού αμυντικού του Παναθηναϊκού που αγωνίστηκε στον τελικό του «Γουέμπλεϊ». Το βιωματικό έργο του υιού ονομάζεται «Οιδίπους σέντερ μπακ» και ένα από τα βασικά συμπεράσματα του είναι ότι ο συγγραφέας περιγράφει όλες τις αναμνήσεις της ζωής του συνδεδεμένες με κάποιο ιστορικό δεδομένο της αγαπημένης ομάδας του. Επειδή δεν ήταν λίγες οι φορές που το παθαίνω κι εγώ, με την ευρύτερη όμως έννοια των ποδοσφαιρικών στιγμών: ταυτίστηκα!
Για αυτό τον απίθανο λόγο ο Ραούλ είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη Μαρία, την πρώτη κοπέλα που ονόμασα αυτό που αποκαλούμε «σχέση». Με τη Μαρία λοιπόν εκείνο το βράδυ σκοτωθήκαμε. Ημουν μάλλον λίγο υποχωρητικός εκείνη την εποχή και δεν μπορούσε να δεχτεί την επανάσταση μου: «Θα πάμε για καφέ με τις φίλες μου», με πίεσε. «Δεν υπάρχει περίπτωση. Παίζει ο Παναθηναϊκός και θα το δω», επέμεινα, φουσκώνοντας από αντριλίκι. Για κάποιο απίθανο λόγο κατάφερα να επικρατήσω και να… σκίσω τη γάτα αν και θα το πλήρωνα αργότερα. Γυναίκες…
Το ημερολόγιο έδειχνε 18 Οκτωβρίου του 1995 και εγώ στα 18 και κάτι περίμενα το χαρτί για το στρατό, ρουφώντας όσο περισσότερο μπορούσα από ποδόσφαιρο. Ο Παναθηναϊκός σε εκείνη την απίθανη πορεία του μέχρι τα ημιτελικά του Champions League, είχε περάσει νικηφόρα από το Πόρτο χάρη στη γκολάρα του Μάρκου. Η βραδιά όμως δεν είχε τελειώσει. Ακολουθούσαν τα τότε αγαπημένα στιγμιότυπα στο «MEGA». Μεταξύ άλλων η Ρεάλ υποδεχόταν τη Φερεντσβάρος (σ.σ.: είχε παίξει πρώτη φορά στην Ευρώπη στις 13 Σεπτεμβρίου κόντρα στον Αγιαξ). Είχα δίκιο που είχα επιμείνει. Το 6-1 αποδείχτηκε πιο χορταστικό ακόμα και από τα φιλιά της κοπέλας μου.
Τα τρία από τα γκολ των Μαδριλένων τα είχε πετύχει ο Ραούλ. Ο ποιος; Ηταν η πρώτη φορά που τον άκουγα και ας είχε εμφανιστεί ένα χρόνο πριν. Βλέπετε τότε δεν υπήρχε ίντερνετ και οι εφημερίδες ακόμα δεν αφιέρωναν τόσο αναλυτικό ρεπορτάζ στα διεθνή. Ο πιτσιρικάς ήταν… σειρά, μόλις δύο μήνες μικρότερος μου. Τον λάτρεψα και τον ζήλεψα ταυτόχρονα. Εκτοτε πορευτήκαμε παρέα. Εκείνος να βγάζει μάτια στο γήπεδο και εγώ τα δικά μου, μαλώνοντας με τις εκάστοτε γυναίκες της ζωής μου που στράβωναν κάθε χειμωνιάτικη Τρίτη και Τετάρτη, όταν δηλαδή άραζα στον καναπέ για να δω να κουνάνε το σεντόνι (σ.σ.: αυτά φυσικά πριν αρχίσω να λιώνω στο πληκτρολόγιο, μπαίνοντας σε αυτή τη δουλειά).
Στην περίπτωση του πραγματικά δεν έχουν σημασία τα νούμερα, τα ρεκόρ, οι τίτλοι. Επ’ ουδενί μειώνει το στίγμα του ότι βρέθηκε κάποιος να τον προσπεράσει. Ο Ραούλ ήταν, είναι και θα είναι ο πραγματικός Βασιλιάς της Βασίλισσας. Οταν ακόμα και ο Ντι Στέφανο, ο Ζιντάν, ο Κασίγιας και οι δύο Ρονάλντο έχουν αποδοκιμαστεί από το εξωπραγματικά απαιτητικό κοινό της Ρεάλ, εκείνος δεν άκουσε ποτέ του γκρίνια. Δεν μπήκε σε κλίκες στα αποδυτήρια, δεν προσπάθησε να κάνει κουμάντο. Υπήρξε στρατιώτης και στρατηγός μαζί χωρίς την ίντριγκα.
Δεν υπάρχουν αληθινά εμπεριστατωμένα επιχειρήματα για να εξηγήσεις ότι ήταν ήταν ο καλύτερος που έχεις δει. Δεν είχε την ντρίμπλα, την ταχύτητα. Δεν ήταν κάφρος, τσαμπουκάς και ενίοτε παραήταν μαλθακός στο παίξιμο του. Ελα όμως που σου κολλάει και τρελαίνεσαι με κάποιον παίκτη. Οι λεπτές κινήσεις, τα απίστευτα γλυκά τελειώματα του με τη μία επαφή οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο. Ισως να έβαλε περισσότερα γκολ με λομπίτσα στο πρώτο touch με το τόπι παρά με κάθε άλλον τρόπο.
Μπήκε στο ποδοσφαιρικό κάδρο, μας έκανε να τον γουστάρουμε τρελά φίλοι και εχθροί. Εκτοτε η ιστορία κύλησε όπως το νερό. Σαν τη μπάλα που γλιστράει στο χορτάρι. Μαζί της ταξίδεψαν μέσα από την οθόνη οι εικόνες. Εκείνες που θα μας συντροφεύουν για πάντα για να έχουμε να λέμε στα… καφενειακά καθισιά μας με τις νοσταλγίες. Δεν γινόταν άλλωστε αλλιώς. Θα ερχόταν η στιγμή που θα τον βλέπαμε να χάνει, να υποτάσσεται στον μοναδικό που δεν μπόρεσε να σκαρώσει μία ντρίμπλα, να του βάλει ένα ακόμα γκολ: τον τερματοφύλακα χρόνο που όλα τα δαμάζει. Θα έχουμε όμως να λέμε ότι τον είδαμε να φυλάει ξανά και ξανά τη βέρα στο δεξί…
Ο πανδαμάτωρ χρόνος λοιπόν μας έκανε να πιάσουμε τα 40 και στα δικά του γενέθλια, πάντα λίγο μετά τα δικά μου, με πιάνει το ίδιο feeling. Μετρώντας κι εγώ τις στιγμές σε αυτά τα 23 χρόνια από τη… γνωριμία μας, έχω να ανακαλέσω πολλά προσωπικά περιστατικά που συμβάδισαν με τα γκολ και τις μεγάλες φάσεις του Ραούλ. Και κάπως έτσι γράφοντας το κείμενο αισθάνθηκα πως σαν να μεγάλωσα κι εγώ μαζί του, αλλά ήμουν τόσο τυχερός που τον απόλαυσα από το δικό του ξεκίνημα…
Πηγή: gazzetta.gr
localStorage.clear();
Πηγή: Daily-News.GR