Όταν έχεις μεγαλώσει με τον πατέρα να σου δίνει μια ρητή εντολή, ότι δηλαδή «αγαπάμε Μαραντόνα και Led Zeppelin», λογικό είναι να επηρεαστείς. Στην πορεία βέβαια, «γνωρίζεις» τον υπέροχα αυτοκαταστροφικό και βασιλιά χύμα Μόρισον, οπότε βάζεις πιο ψηλά τους Doors. Πιο ψηλά από τον Ντιέγκο, όμως, δεν βάζεις ποτέ κανέναν και ειδικά όταν συνειδητοποιείς ποιοι είναι απέναντι του. Οταν αντιλαμβάνεσαι ότι απέναντι έχεις τα «καλά παιδιά», αυτούς που ό,τι κάνουν το κάνουν αγνά, για την χαρά του παιχνιδιού, για το ποδόσφαιρο, για την μπάλα. Αυτοί που έχουν το «πλεονέκτημα» που σε κάνει να τους αντιπαθείς μονίμως: Από γενιά σε γενιά μεταφέρεται το «παραμύθι» της εθνικής Βραζιλίας που είναι η μόνη από την οποία θα δεις ωραίο ποδόσφαιρο.
Οσοι έχουμε αρχίσει να βλέπουμε Μουντιάλ από το 1990, πάντως, ακόμη περιμένουμε να δούμε μπάλα από την Σελεσάο. Το ’90 η αρρώστια Κανίγια τους τελείωσε νωρίς, το ’94 ήταν η ομάδα του 1-0, το ’98 τίποτα ιδιαίτερο, το 2002 ήταν το χειρότερο Μουντιάλ όλων των εποχών, το 2006 αδιάφορη ομάδα, το 2010 επίσης, το 2014 δεν πιστεύαμε ότι μπορούν να γίνουν τόσο συμπαθητικοί οι Γερμανοί. Το 2014… Το Μουντιάλ που άρχισε με τη νίκη της Βραζιλίας επί της Κροατίας, με ένα πέναλτι-δώρο. Κανένα πρόβλημα με αυτό. Το πρόβλημα είναι όταν τους βλέπεις να δείχνουν αμέσως τον Θεό. Τόσο όσο κερδίζουν το πέναλτι που ξέρουν ότι δεν είναι, όσο κι όταν το πέναλτι έγινε γκολ και πανηγύριζαν. Εκεί το χέρι, να δείχνει στον Θεό. Αυτή η αγάπη τους για τον Κύριο, την οποία δείχνουν συνεχώς… Λες και το έχουν αποκλειστικότητα.
ΟΚ, καλό είναι να πιστεύει όποιος θέλει να πιστεύει, καλό είναι να το δείχνει κιόλας ότι πιστεύει αν έτσι αισθάνεται ότι θέλει να κάνει, αλλά έλεος ρε φίλε. Ελεος. Να υπάρχει και ένα όριο και με τους Βραζιλιάνους δεν υπάρχει κανένα. Είτε βλέπεις τον καλύτερο τους, είτε βλέπεις έναν που θα έρθει να παίξει μπάλα στην Ελλάδα, ξέρεις εκ των προτέρων τι θα κάνει κάθε φορά που θα βάλει γκολ. Και το κάνουν με τέτοια μανία και τέτοια προσήλωση, που από ένα σημείο και μετά καταλαβαίνεις δύο πράγματα: Πρώτον, αν είσαι στο ίδιο γήπεδο με Βραζιλιάνο και κάνεις τον σταυρό σου, σκέφτεσαι ότι μπορεί και να σου επιτεθεί επειδή «ακουμπάς» κάτι που αισθάνεται μόνο δικό του. Δεύτερον, αποκλείεται όλη αυτή η αγάπη τους να είναι αυθόρμητη. Αρα ειλικρινής. Και το κάνουν τόσο ίδια όλοι, που καταλήγεις, 23 χρόνια μετά, να στηρίζεις τον… Μπεμπέτο για τον πανηγυρισμό του στο Μουντιάλ των ΗΠΑ.
Αφού αναφερθήκαμε στον Μπεμπέτο, μπορούμε να πάμε σε μια άλλη ενότητα του κεφάλαιου «Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής»: Τους υπερτιμημένους. Ο συμπαθής Μπεμπέτο, για παράδειγμα, ήταν ένας από αυτούς, όπως ο Ντούνγκα, όπως διάφοροι που έβγαλαν όλα αυτά τα χρόνια και έχουν παρουσιαστεί σαν παικταράδες. Σε αυτό, βέβαια, δεν φταίνε οι ίδιοι. Οταν, για παράδειγμα, πριν πολλά χρόνια γίνεται θέμα για ένα διάστημα ένας Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που κάνει ντρίμπλες έχοντας μονίμως την μπάλα στο κεφάλι του, λες και ήταν στο τσίρκο, καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει σωτηρία. Ή, τουλάχιστον, μπορείς να δεχθείς -μπροστά σε αυτό- το γεγονός ότι κάποτε παρουσιάστηκε σαν παικταράς ο… Ντενίλσον. Το απόλυτο παράδειγμα του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή-ζογκλέρ, τον οποίο δεν θες στην ομάδα σου. Οπως δεν θες και τον Ντάγκλας Κόστα, μέρες που είναι… Ανάλογα καραγκιοζιλίκια, βέβαια, έχουν κάνει και οι Αργεντίνοι με τους 15-20 «νέους Μαραντόνα» που έχουν παρουσιάσει στο αντίστοιχο διάστημα αλλά η δική τους υπερβολή δεν βρίσκει ανάλογη στήριξη διεθνώς.
Κι αφού είπαμε για «υπερβολή», μπορούμε να σταθούμε στην υπερβολή με τα λεφτά. Δεν έχουμε μεγαλώσει, καλώς ή κακώς, σε φαβέλες για να ξέρουμε τι δράμα είναι και πώς σημαδεύει έναν πιτσιρικά το να μεγαλώνει σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αυτό που ξέρουμε, είναι ότι καμία άλλη ποδοσφαιρική σχολή δεν σου δίνει την εντύπωση ότι νοιάζεται τόσο πολύ για τα λεφτά. Ολοι το κάνουν, κανείς όμως τόσο απροκάλυπτα όσο αυτοί. Ολόκληρος Ριβάλντο… έκλαιγε σε συνέντευξη Τύπου επειδή δεν του ανανέωνε το συμβόλαιο ο Κόκκαλης (ο Ριβάλντο είσαι ρε φίλε, ποιος Κόκκαλης, ποιος Ολυμπιακός και ποια Ελλάδα;) και ένα χρόνο μετά άφησε την ΑΕΚ για να πάει στο Ουζμπεκιστάν, από εκεί στην Ανγκόλα και γενικά, με κάθε ειλικρίνεια, δεν ξέρουμε αν ο «Ρίμπο» έχει σταματήσει την μπάλα ή αν συνεχίζει ακόμη κάπου. Για την χαρά του παιχνιδιού πάντα…
Ο Ντάνι Αλβες, τώρα, έκανε ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη Γιουβέντους επειδή ο Μαρότα δεν του έδωσε άμεσα συμβόλαιο και για το 2018-19. Και αφού δεν πήρε το συμβόλαιο που ήθελε, άρχισε να συμβουλεύει τον Ντιμπάλα να φύγει, να βάζει φωτογραφίες στο Instagram με τα παπούτσια που φορούσε στον τελικό του Βερολίνου το 2015 (ο ποδοσφαιριστής της Γιούβε Αλβες έβαζε τέτοια φωτογραφία για να απαντήσει στους οπαδούς της ομάδας του) και γενικά να αποδεικνύει με κάθε τρόπο ότι τον ενδιαφέρουν μόνο τα λεφτά. Καλά κάνουν και τον ενδιαφέρουν, επαγγελματίας είναι, απλά να μην λέει μετά το «δεν παίζω μπάλα για τα λεφτά» γιατί μόνο αφελής μπορεί να τον πιστέψει. Κι εντάξει, με τη Γιούβε δεν είχε και κανένα ιδιαίτερο δέσιμο, άρα στην τελική δεν έγινε και τίποτα. Μα ο Ντάνι Αλβες είναι ο ίδιος που πέρυσι έψαξε και βρήκε τρόπο για να φύγει ως ελεύθερος από την Μπαρτσελόνα -στην οποία απογειώθηκε από όλες τις απόψεις- επειδή δεν του έδινε συμβόλαιο και για το 2017-18, όπως του έδωσαν οι Ιταλοί (για 2+1 υπέγραψε στους Μπιανκονέρι). Προφανώς έφυγε κι από εκεί για την χαρά του παιχνιδιού κι αυτός… Και γενικά υπάρχουν πολλά παραδείγματα Βραζιλιάνων που διαβάζεις την ιστορία τους, λες «αμαρτία είναι» όταν μαθαίνεις τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μικροί και τελικά τους βλέπεις να καταλήγουν να έχουν καταληφθεί από την μεγαλύτερη των αμαρτιών. Την απληστία.
Σαν κι αυτή που έπιασε τους Ρομάριο και Πελέ. Αλλη ιστορία, για την οποία σκέφτεσαι «Βραζιλιάνοι…». Μέχρι το 2009, όταν ήταν 43 ετών, έπαιζε μπάλα ο Ρομάριο, ο οποίος είχε βάλει σκοπό της ζωής του να ξεπεράσει τα 1.000 γκολ στην καριέρα του, επειδή ο Πελέ ισχυρίζεται ότι έβαλε τόσα. Το τι ξεκατίνιασμα έχει πέσει ανάμεσα στους δυό τους για αυτή την ιστορία, δεν μπορεί να γραφτεί σε ένα κείμενο. Μπορεί κανείς, με κάθε ειλικρίνεια, να φανταστεί δύο θρύλους Ιταλούς να συμπεριφέρονται έτσι για έναν τέτοιο λόγο; Ή δύο Γερμανούς; Ή δύο Ισπανούς; Ή δύο Γάλλους; Ή δύο Ολλανδούς; Ή δύο Αργεντίνους; Ή δύο… Ελληνες; Μάλλον όχι. Κι όμως, αυτοί οι δύο το έκαναν, δίνοντας κι αυτή την πλευρά του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή.
Του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή που δείχνει μόνο τον Θεό ακόμη κι όταν θα «κλέψει» για να νικήσει, που διαφημίζεται όσο κανείς άλλος ποδοσφαιριστής, που περνάει το προφίλ του τύπου που παίζει μπάλα επειδή την λατρεύει αλλά αγαπούν τα λεφτά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο (τους κοντράρουν καλά οι Σέρβοι), που μπορεί να συμπεριφερθεί με τρόπο που θα φέρνει, όσο κι αν δεν το καταλαβαίνει, την απομυθοποίηση. Και αφού τα σκέφτεσαι πάλι όλα αυτά, συνειδητοποιείς ότι τελικά πρέπει να τους δώσεις πόντο για όλα αυτά. Γιατί σου αποδεικνύουν ότι έχεις δίκιο που είσαι προκατειλημμένος μαζί τους…
Πηγή: gazzetta.gr
localStorage.clear();
Πηγή: Daily-News.GR