«Από τη στιγμή που ένα παιδί θ’ ασχοληθεί, ακόμη και σήμερα, με το μπάσκετ λόγω του ’87, τότε πετύχαμε κάτι πολύ σημαντικό». Τριάντα χρόνια μετά, ο Παναγιώτης Γιαννάκης θυμάται την ατμόσφαιρα του ΣΕΦ και τις μέρες δόξας για ολόκληρο έθνος.
«Δε νομίζω ότι δείξαμε ποτέ ως άνθρωποι ότι είχαμε στόχο την προσωπική δημοσιότητα», λέει ο Γιαννάκης, προσθέτοντας: «Μέχρι και τώρα, υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να “δουλέψουν” γύρω από αυτήν την επιτυχία».
Συνομιλώντας μαζί του, βλέπεις έναν άνθρωπο που λάμπει και μόνο που ηχεί εκείνες τις μέρες. Λες και το The Final Countdown ακούγεται συνέχεια στ’ αυτιά του…
Ο αρχηγός της ομάδας που τότε έγινε επίσημη αγαπημένη, ένα χαρακτηρισμό που θα κουβαλάει για πάντα, μιλάει στο newsbeast.gr.
– Θα μπορούσε η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί καλύτερα το ’87;
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του ανθρώπου είναι ο εαυτός του. Κάθε μέρα μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο. Σκοπός είναι να δημιουργήσουμε παιδιά που θα μάθουν κάποια βασικά πράγματα. Να γίνουν πολίτες, που μέσα από το μπάσκετ θα προοδεύσουν και παράλληλα με αυτούς θα προοδεύει και το άθλημα.
Οι συνθήκες που πρέπει να δίνουμε σε ένα παιδί, πρέπει να είναι πιο ελκυστικές. Είτε από τεχνικής πλευράς, είτε από αθλητικής πλευράς, είτε από πλευράς υποδομών. Δεν καταφέραμε να περάσουμε τη λογική να αγαπάμε τον αντίπαλό μας, γιατί είναι ο καλύτερος προπονητής μας. Θέλουμε δουλειά σε αυτό…
– Πότε καταλάβατε ότι κάτι καλό πάει να γίνει στην ομάδα;
Η εθνική ομάδα πάντα είχε ταλαντούχα παιδιά, που δεν ήξεραν όμως πώς να συνεργαστούν. Αισθάνονταν ότι το παιχνίδι είναι λιγότερο ομαδικό απ’ ό,τι θα έπρεπε. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του ’86 ήταν η πρώτη φορά που σε μεγάλο τουρνουά η εθνική ομάδα έπαιξε ως ίσο προς ίσο με όλους τους αντιπάλους της. Η 10η θέση δεν έλεγε και πολλά στον κόσμο, αλλά εμείς συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε κοντά σε αυτό που θέλαμε.
Και ακολούθησε το τουρνουά στην Ελλάδα. Δεν ήμασταν συνηθισμένοι να παίζουμε συνέχεια με μεγάλους αντιπάλους και να είμαστε διαρκώς καλοί. Στον όμιλό μας είχαμε ομάδες όπως η Σοβιετική Ένωση, η Γιουγκοσλαβία, η Ισπανία, η Γαλλία και προβληματιστήκαμε για το εάν θα περάσουμε. Αλλά, όσο το σκεφτόμασταν, λέγαμε ότι αυτό είναι καλό, γιατί μέσα στο τουρνουά θα γινόμασταν και εμείς πιο δυνατοί. Αρκεί να μην πανικοβληθούμε…
Η νίκη με τη Γιουγκοσλαβία τόνωσε και εμάς και τον κόσμο. Ήρθε μια σφαλιάρα από την Ισπανία, αλλά είχαμε περάσει το μήνυμα ότι στόχος μας ήταν να προκριθούμε στους «8». Άρα, έπρεπε να κερδίσουμε τους Γάλλους… Και παρόλο που είχαμε το «πρέπει», χωρίς να είμαστε τόσο δυνατοί όσο σε άλλα ματς, τα καταφέραμε. Τότε ήταν που σιγουρευτήκαμε ότι θα μπούμε στην τετράδα, αν και δεν είχαμε κερδίσει ποτέ τους Ιταλούς. Η σιγουριά πήγαζε από το ότι βλέπαμε σε ποιους τομείς υπερτερούσαμε σαν ομάδα και πως παίζουμε καλά εναντίον δυνατών αντιπάλων.
– Και στη συνέχεια ήρθαν ξανά οι Γιουγκοσλάβοι…
Οι οποίοι ήθελαν και τη ρεβάνς, γιατί ο εγωισμός τους είχε πληγωθεί. Ήταν ένα πολύ δύσκολο ματς, κόντρα σε μια ομάδα που ήξερε πλέον πώς παίζουμε, με πολύ ταλέντο και οργάνωση. Παρόλο που δεν ξεκινήσαμε καλά και πήραν μια μεγάλη διαφορά, γυρίσαμε το παιχνίδι από μια χαρακτηριστική φάση: μας πήραν την μπάλα και έφυγαν στην αντεπίθεση. Εγώ δεν σταμάτησα να κυνηγάω τον αντίπαλο, αλλά έβλεπα ότι δεν τον έφτανα και έκανα ένα μπλονζόν για να διώξω. Στο σημείο που είχα πέσει, ο κόουτς Κιουμουρτζόγλου έδωσε εντολή να μην σκουπιστεί το παρκέ. Όταν ο Γκρίμποβιτς έκανε μπάσιμο, γλίστρησε, του έφυγε η μπάλα και εμείς βγήκαμε στον αιφνιδιασμό και βάλαμε καλάθι. Τότε άλλαξε όλο το ματς…
– Εκεί ήταν που πιστέψατε ότι θα πάρετε την πρώτη θέση στο τουρνουά;
Στον αθλητισμό, όταν πιστεύεις, πρέπει να παλεύεις γι’ αυτό. Δεν υπάρχει το «θα κερδίσω σίγουρα», γιατί ένα παιχνίδι μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή, όπως το δικό μας με τη Γιουγκοσλαβία. Αυτό που λέγαμε ήταν ότι μπορούμε να παίξουμε κόντρα στον οποιονδήποτε αντίπαλο. Και αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Είχαμε και έναν κόουτς που το πίστευε και μια ομάδα αποτελούμενη από χαρακτήρες με πάθος, που δεν τα παρατούσε.
Αυτός ο συνδυασμός έφερε κάτι πρωτόγνωρο και για την εποχή και για τα ελληνικά δεδομένα: ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν παντού, έβαλαν τον εγωισμό τους στην άκρη. Συνήθως δεν είμαστε ομαδικοί και πολλές φορές ανταγωνιζόμαστε τους συμπαίκτες μας, τους συνεργάτες μας, και δεν καταλαβαίνουμε ότι οι αντίπαλοι είναι οι άλλοι. Ότι εμείς είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που μπορεί κάποιος να μην παίξει καλά σήμερα, αλλά θα τον συμπληρώσει κάποιος άλλος.
Εκτός από τον Νικ Γκάλη, που πραγματικά ήταν ασταμάτητος στο σκοράρισμα, όλοι συμμετείχαμε στο να έρθει η επιτυχία αυτή. Ακόμη και αυτοί που απλώς έπαιρναν μέρος στην προπόνηση… Το πνεύμα που έδιναν όλοι ήταν συγκλονιστικό. Το μπάσκετ είναι ένα σπορ, στο οποίο ένα μεγάλο αποτέλεσμα μπορεί να έρθει από αρκετές λεπτομέρειες. Υπήρχε αλληλοσεβασμός και είχε δημιουργηθεί μια ιεραρχία στην ομάδα, χωρίς να ειπωθεί κάτι γι’ αυτό…
– Ποια ήταν αυτή;
Το πώς θα παίζουμε, τι θα κάνουμε…
– Και σε ρόλους;
Πολλές φορές και σε ρόλους. Δηλαδή, ακόμη και στον τρόπο που σεβόμασταν ο ένας τον άλλον στο παιχνίδι. Αυτό ήταν που κράτησε την ομάδα σε υψηλό επίπεδο για πολλά χρόνια. Και το κυριότερο ήταν πως δημιούργησε σεβασμό σε όλον τον κόσμο. Γίναμε το παράδειγμα του Δαυίδ που κέρδισε τον Γολιάθ.
Μέχρι τότε Σοβιετική Ένωση και Γιουγκοσλαβία μονοπωλούσαν. Όλοι οι αντίπαλοί τους έβλεπαν σαν βουνό. Και έμοιαζε απίστευτο χώρες με την υποδομή της Ιταλίας και της Ισπανίας να φαίνονται τόσο μικροί απέναντι σε αυτές τις δύο δυνάμεις και ότι εμείς φανήκαμε τόσο μεγάλοι.
– Το βράδυ πριν τον τελικό τι λέγατε στους εαυτό σας;
«Πάμε να τους κερδίσουμε!». Σίγουρα αυτό που είχαμε πετύχει μέχρι εκείνο το σημείο ήταν πολύ σημαντικό και η ομάδα είχε μια άνεση, αλλά μπορούσαμε και περισσότερα. Δε θέλαμε με τίποτα να χάσουμε.
– Στις βολές που κέρδισε ο Καμπούρης, είπατε «γιατί να μην πάρω εγώ το φάουλ, ή ο Γκάλης ή ο Χριστοδούλου;»…
Όχι. Το μοναδικό που έκανα, ήταν να του μεταδώσω την πίστη μου και να προσπαθήσω να βγάλω τον κόσμο από την πίεση που θα του εξασκούσε. Προσπαθούσα να του πω ότι δεν πρέπει να ασχοληθεί με αυτό και ότι θα πάει να βάλει τις βολές. Το είδαμε στο βλέμμα του ότι πράγματι το είχε.
Βέβαια, αυτό που πάντα θέλω να αναφέρω όταν μιλάω γι’ αυτό το παιχνίδι, είναι οι δύο πολύ δύσκολες βολές του Λιβέρη Ανδρούτσου. Στην κανονική διάρκεια του ματς χάναμε με ένα καλάθι διαφορά και έπρεπε να τις βάλει για να πάμε στην παράταση. Και εκεί νομίζω ότι πήγε ο κατάλληλος παίκτης. Αν και είχαμε άγχος μην χαθεί κάποια βολή – εγώ σίγουρα είχα. Γιατί εκεί δεν υπήρχε επιστροφή…
– Οι στιγμές πριν και μετά τα ματς…
Ήταν συγκλονιστικές! Εαν δεν βγαίναμε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να χαιρετήσουμε τον κόσμο που μας επευφημούσε από κάτω, εκείνος δεν έφευγε από εκεί.
– Ήταν αυτή η μεγαλύτερη στιγμή του ελληνικού μπάσκετ;
Ήταν η πιο μεγάλη σε διάρκεια στιγμή -και σε συναίσθημα- του ελληνικού αθλητισμού και όχι μόνο του μπάσκετ. Έγινε μια έκρηξη για τον ελληνισμό απανταχού της Γης, με εναγκαλισμούς και τραγούδια. Και αυτό συμβαίνει σπάνια…
Ο Έλληνας αισθανόταν παρακατιανός εκείνη την εποχή. Υπήρχε το «δεν μπορούμε, δεν είμαστε τόσο καλοί, οι άλλοι είναι πολύ καλύτεροι». Αυτό το συναίσθημα που ένιωσε εκείνο το δωδεκαήμερο, δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο. Ήταν πρωτόγνωρο. Μέχρι τότε δεν αισθανόμασταν ότι είμαστε δυνατοί, ότι έχουμε ταλέντο και ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε, ακόμη και την ήττα. Αρκεί την άλλη μέρα να κάνουμε λίγα περισσότερα πράγματα από την προηγούμενη.
– Όταν ακούτε το The Final Countdown…;
Ακόμη ανατριχιάζουμε. Μέχρι και οι Αμερικάνοι, που στο entertainment είναι κορυφαίοι, δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν πώς αυτό το τραγούδι επηρέασε τόσο πολύ τον κόσμο. Το διάλεξε ο γυμναστής μας. Είχε σκεφτεί ότι δίνει ενέργεια και ρυθμό, ότι είναι ανεβαστικό και για τον λόγο αυτό συνοδεύτηκε με την είσοδο της ομάδας στο παρκέ.
– Το πρώτο πράγμα που σκέφτεστε όταν το ακούτε;
Τους συμπαίκτες μου, τη χαρά που ένιωθε ο κόσμος. Το ότι μπαίναμε να κερδίσουμε τους πάντες και δεν φοβόμασταν τίποτα.
– Πώς ήταν οι ημέρες εκείνες;
Όταν βλέπεις ακόμη και σήμερα κόσμο να σου μιλάει γι’ αυτό, καταλαβαίνεις ότι ήταν απίστευτο. Ήταν συγκλονιστικό! Σε όλα τα ματς υπήρχε τεράστια ουρά. Μετά τον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία, όλη η Ποσειδώνος και μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο είχε κόσμο δεξιά και αριστερά. Όταν τη μεθεπόμενη πηγαίναμε προς το ΣΕΦ για τον τελικό, επίσης ο δρόμος ήταν γεμάτος, με ανθρώπους που ήθελαν να μας συνοδεύσουν μέχρι το γήπεδο.
Έτυχε εκείνο το καλοκαίρι να πάω διακοπές στη Σίφνο. Ο καπετάνιος με φώναξε στη γέφυρα όταν έμαθε πως είμαι στο πλοίο. Με το που φτάσαμε στο νησί, η προκυμαία ήταν γεμάτη.
– Αυτό το ο Δαυίδ που κέρδισε τον Γολιάθ, ότι μια χούφτα ανθρώπων σήκωσε ανάστημα, γιατί δεν το βλέπουμε ξανά μετά από 30 χρόνια;
Θέλει αλληλοεμπιστοσύνη. Και ο εγωισμός να είναι απέναντι στους αντιπάλους. Το μπάσκετ είναι ένα σπορ που μοιάζει με τη ζωή. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και χαρακτήρες, που συναναστρεφόμαστε με διαφορετικούς ανθρώπους και χαρακτήρες. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν κάποιος είναι πολύ καλός στο γήπεδο ή στη ζωή, οφείλουμε να του συμπαρασταθούμε και να τον ακολουθήσουμε, για να γίνουμε και εμείς το ίδιο καλοί. Ή λίγο καλύτεροι, ή έστω λίγο χειρότεροι. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες στην ελληνική κοινωνία. Απλώς, δεν είμαστε άνθρωποι που θα χαρούμε με τη χαρά του άλλου.
– Γι’ αυτό το ’87 ήταν μοναδικό;
Οι 8/10 που ασχολούνται με το μπάσκετ, θα σου μιλήσουν για το εάν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης είχαν τσακωθεί… Η μεγαλύτερη επιτυχία εκείνης της ομάδας είναι ότι κατορθώσαμε και εμείς οι δύο να συνεργαστούμε, παρά το ότι θα μπορούσαμε να μην το κάνουμε και ταυτοχρόνως να είμαστε αρκετά ωφελημένοι ατομικά. Και το κάναμε χωρίς να μπορούσε να μας το επιβάλει κάποιος. Το μπάσκετ είναι ένα παιχνίδι, που -όπως και στη ζωή- δεν μπορείς να τα κάνεις όλα μόνος σου. Σου δημιουργεί, όμως, αυτήν την ψευδαίσθηση. Και όταν είσαι νέος, παρασύρεσαι…
– Οι παίκτες κάνουν τον προπονητή ή ο προπονητής τους παίκτες;
Ο πρωταγωνιστής είναι ο παίκτης, αλλά αυτός που πραγματικά θα βοηθήσει έναν παίκτη να κάνει πολύ περισσότερα από ό,τι θα έκανε μόνος του, είναι ο καλός προπονητής. Σε βοηθάει να κερδίσεις πράγματα…
– Τι πρέπει να πιστωθεί στον Κώστα Πολίτη;
Ότι δεν φοβόταν να παίξει κόντρα στον οποιονδήποτε. Κάναμε τα πράγματα που θέλαμε, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι απέναντι έχουμε τον Μαρτσουλιόνις, τον Τσατσένκο, τον Πέτροβιτς ή τον Ντίβατς…
– Από την ομάδα εκείνη, λίγοι ήσασταν που συνεχίσατε την ενασχόληση με το μπάσκετ. Υπήρχε κάποιο εμπόδιο;
Όταν τελειώνεις το μπάσκετ, έχεις κουραστεί πολύ και λες ότι «για κάποιο χρονικό διάστημα θα αποστασιοποιηθώ». Όταν θες να επιστρέψεις, δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί που θα υποστηρίξουν μια συμμετοχή σου στα πράγματα. Ούτε η Πολιτεία, ούτε η Ομοσπονδία, ούτε οι ομάδες το κάνουν…
– Μήπως υπάρχει ο αντίλογος «να δώσω την ευκαιρία στο νέο αίμα»;
Ποιος είπε ότι αποκλείεται η συνεργασία; Αυτό πρέπει να είναι κανόνας. Το θέμα είναι να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον και να έχουμε σεμνότητα. Είναι απλά τα πράγματα, δεν είναι τόσο περίπλοκα.
– Πρωταγωνιστήσατε στις μεγαλύτερες στιγμές του ελληνικού μπάσκετ και ως παίκτης και ως προπονητής (Ευρωμπάσκετ 1987, Παναθηναϊκός 1996, Ευρωμπάσκετ 2005, Μουντομπάσκετ 2006)…
Θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να έχουν την ίδια παρουσία στον χώρο που αγαπούν. Ήμουν τυχερός, γιατί είχα αυτήν τη διαδρομή και τη συμμετοχή, αλλά φυσικά το κυνήγησα και πολύ.
– Τι είναι αυτό που κάνει σωστά η Ελλάδα στο μπάσκετ και γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι αντίστοιχο ως χώρα για τους πολίτες της;
Στο μπάσκετ, κατορθώσαμε να βάλουμε τον εγωισμό μας από κάτω. Αυτό είναι το δύσκολο. Εμείς, παρόλο που ο καθένας είχε τη δική του «εξουσία» και θα μπορούσε να κάνει του κεφαλιού του, κατορθώσαμε να συνεργαστούμε και να μη διαλυθούμε όταν ήρθε μια αποτυχία. Ούτε σταματήσαμε να συνεργαζόμαστε όταν βρέθηκε μπροστά μας μια απογοήτευση. Δεν επιδιώξαμε να δείξουμε ως φταίχτη ο ένας τον άλλον. Μια ρήση λέει ότι «όταν δείχνεις κάποιον, το ένα δάχτυλο σημαδεύει αυτόν και τα τρία εσένα».
Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή ψάχνει να δει ποιος φταίει και ποιος θα συμμετάσχει με λιγότερο κόπο σε αυτήν την προσπάθεια. Πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι να κοπιάσουμε πολύ. Προοπτική υπάρχει, αλλά τα πράγματα δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Στο μπάσκετ λέμε ότι οι αποτυχίες βρωμάνε σαν την κοπριά. Αλλά, με αυτήν φουντώνει το δέντρο. Το πρόβλημα είναι ότι πάντα κοιτάμε τι κάνει ο διπλανός μας, για να κάνουμε εμείς κάτι λιγότερο. Δεν κοιτάμε να κάνουμε το κάτι παραπάνω.
Πηγή: Daily-News.GR